- κατάλιθος
- κατάλῐθ-ος, ον,A set with precious stones,
ὕφασμα LXXEx.28.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕφασμα LXXEx.28.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάλιθος — κατάλιθος, ον (Α) στολισμένος με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. μονό λιθος, υπό λιθος] … Dictionary of Greek
κατάλιθον — κατάλιθος set with precious stones masc/fem acc sg κατάλιθος set with precious stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιθώ — καταλιθῶ, όω (Α) [κατάλιθος] 1. λιθοβολώ κάποιον ώσπου να πεθάνει 2. διακοσμώ με πολύτιμους λίθους … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek